μειώτης

μειώτης
μειώτης, ὁ (Α) [μειώ]
αυτός που προκαλεί μείωση, που μειώνει, που ελαττώνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μειώτης — causing diminution masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειωτής στροφών — Μηχανική συσκευή, κατάλληλη για τη μετάδοση της ισχύος με ταυτόχρονη μείωση των στροφών. Αποτελείται από οδοντωτούς τροχούς, οι οποίοι είναι στερεωμένοι συνήθως σε ένα μεταλλικό κιβώτιο. Από το κιβώτιο βγαίνουν δύο άξονες· ο ένας συνδέεται με τον …   Dictionary of Greek

  • μειῶται — μειόω lessen pres subj mp 3rd sg μειόω lessen pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) μειώτης causing diminution masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”